ανεμόσπαρτος

ανεμόσπαρτος
-η, -ο κ. -ος, -ον
1. (για αβγά) αυτό που δεν περιέχει σπέρμα
2. (γιά φυτά) εκείνος που φυτρώνει από σπόρο που έριξε ο άνεμος στο χώμα
3. (γιά τόπο) ο χέρσος, του οποίου η βλάστηση προέρχεται από σπόρους που μεταφέρει ο άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + -σπαρτoς < σπαρτός < σπείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Αλέξανδρο Ραγκαβή («ανεμόσπαρτον αβγόν»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”